Η διαχείριση της ρητίνης αποτελεί ένα μακραίωνο γεγονός το οποίο διαμόρφωσε το τοπίο τη νότιας Χίου. Οι πρώτες πληροφορίες για τη συστηματική εκμετάλλευση της μαστίχας ανάγονται στην περίοδο της Γενουάτικης κυριαρχίας. Το 1347 ιδρύθηκε η μετοχική εταιρεία «ΜΑΟΝΑ» η οποία εισέπραττε τους φόρους και είχε την αποκλειστική διαχείριση και εμπορία του προϊόντος. Κατά την Οθωμανική κατοχή το εμπόριο της μαστίχας ελευθερώθηκε, αλλά μέρος της παραγωγής παρακρατούνταν και αποδίδονταν σε ειδικό απεσταλμένο του Σουλτάνου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε κρίση στο εμπόριο τη μαστίχας, το οποίο ομαλοποιήθηκε μετα το τέλος του πολέμου. Ωστόσο το προϊόν δεν κατάφερε να αποκτήσει την πρότερη προνομιακή του θέση, με αποτέλεσμα την εκδήλωση ενδιαφέροντος από την πλευρά των παραγωγών για λύση του προβλήματος μέσω της συνεταιριστικής οδού. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου, η οποία από το 1938 διαχειρίζεται το προϊόν.
Τα πρώτα χρόνια η Ένωση μεριμνούσε για την εύρεση του δικτύου εμπορικών αντιπροσώπων και τη συσκευασία του προϊόντος. Κατά τη δεκαετία του 1960, η Ένωση πέρασε στη μεταποίηση της φυσικής μαστίχας, παράγοντας φυσική μαστίχα, τσίχλα και μαστιχέλαιο. Το 1985 δημιουργείται το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής τσίχλας ΕΛΜΑ. Σταθμός στην ιστορία του προϊόντος αποτελεί το 1997, η αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση της μαστίχας Χίου, του μαστιχέλαιου και της τσίχλας ΕΛΜΑ ως προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. Το 2009 ιδρύεται το Μουσείο Μαστίχας μετά από υπογραφή μνημονίου μεταξύ της Ένωσης και της Τράπεζας Πειραιώς.
Σήμερα η μαστίχα χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους όπως στην ιατρική, στη φαρμακευτική, στη μαγειρική, στη ζαχαροπλαστική, στην ποτοποιία, στη χρωματοποιΐα, στην αρωματοποιία, κ.ά. Από το Νοέμβριο του 2015, η καλλιέργεια της έχει εγγραφεί στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ενώ κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μονογραφία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για στομαχικές διαταραχές και φλεγμονές του δέρματος.
















