Στους δρόμους του Αγίου Δημητρίου της Λήμνου, ενός χωριού που συνεχίζει να τιμά συστηματικά τις παραδόσεις που έφεραν μαζί τους από τους τόπους τους οι πρώτοι του κάτοικοι (Μικρασιάτες πρόσφυγες), στέκεται το μνημείο του Μικρασιάτη πρόσφυγα.
Η Λήμνος, λόγω της τοποθεσίας της, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς – γέφυρες μεταξύ των παραλίων της Μικράς Ασίας και του χερσαίου Ελλαδικού χώρου κατά τον εκτοπισμό του ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού, μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1922. Τα πρώτα κύματα προσφύγων, βέβαια, είχαν φτάσει στο νησί σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα, όταν πολλοί Έλληνες έφυγαν από τη Μικρά Ασία μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών υπολογίζεται ότι περίπου 4500 ήταν οι πρόσφυγες που έφτασαν και έμειναν στη Λήμνο, ενώ πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Τη δεκαετία μετά την έλευση τους, οι πρόσφυγες υπολογίζεται ότι αποτελούσαν περίπου το 18% του συνολικού πληθυσμού του νησιού.
Στο νησί, προσφυγικοί συνοικισμοί δημιουργήθηκαν τόσο δίπλα σε υπάρχουσες κοινότητες, όπως η Μύρινα, ο Μούδρος, η Ατσική ή ο Κοντιάς, όσο και ανεξάρτητοι, σαν τη Νέα Κούταλη και τον προαναφερθέντα Άγιο Δημήτριο. Πολλές φορές, άνθρωποι χωρίς στέγη έπρεπε να διαμένουν σε κοινοτικά σπίτια (επί πληρωμή), μέχρι να βρουν κατοικία, η οποία συνήθως είχε τη μορφή των παραπηγμάτων και των παραγκών που έχτιζαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους στο νέο τους τόπο, οι πρόσφυγες οργανώθηκαν συλλογικά για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους.
Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η συνύπαρξη Λημνιών και προσφύγων πέρασε από πολλά στάδια (και μέσω προστριβών), ενώ και οι προσφυγικές κοινότητες διαχωρίζονταν χωρικά και ταξικά από τους “καθαρόαιμους” Λημνιούς. Αναμφίβολα, όμως, η έλευση των Μικρασιατών προσφύγων έκανε το νησί πιο πλούσιο τόσο πολιτισμικά, όσο και επαγγελματικά. Οι σφουγγαράδες της Νέας Κούταλης, οι αγροτοπαραγωγοί που εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Δημήτριο, οι ναυτικοί, οι άνθρωποι της τέχνης, συνέχισαν τις δραστηριότητες του τόπου τους, ωθούμενοι από την ανάγκη για επιβίωση.






