Στο Μουσείο Σφουγγαράδων Λήμνου της Νέας Κούταλης, στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης, παρουσιάζονται κομμάτια της ζωής και της εργασίας των σφουγγαράδων του νησιού τον 20ό αιώνα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους, όπως ο προσωπικός τους εξοπλισμός και διάφορα από τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν στα ταξίδια τους για πλοήγηση του σκάφους, για κατάδυση ή για επεξεργασία και καθαρισμό των σφουγγαριών που συνέλεγαν.
Για τους σφουγγαράδες, οι μήνες μεταξύ του Απρίλη και του Οκτώβρη κάθε έτους ήταν πολύτιμοι, καθώς έπρεπε να πραγματοποιήσουν όσα περισσότερα ταξίδια σπογγαλιείας μπορούσαν, πριν τα κρύα του χειμώνα. Παρότι τα πρώτα χρόνια οι καταδύσεις γίνονταν και χωρίς εξοπλισμό, καθώς τα σφουγγάρια μπορούσαν να βρεθούν και σε βάθος ενός ή δύο μέτρων από την επιφάνεια, οι σφουγγαράδες δεν άργησαν να εξοπλιστούν με σκάφανδρα, καταδυτικές στολές και μηχανές οξυγόνου. Ακόμα και έτσι, όμως, η κατάδυση παρέμενε μία επικίνδυνη διαδικασία. Όσο ο καταδύτης βρισκόταν μέσα στο νερό, οι υπόλοιποι άνδρες του πληρώματος έπρεπε να χρονομετρούν τη διάρκεια της βουτιάς και να τον επαναφέρουν έγκαιρα στην επιφάνεια, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι περιπτώσεις της Νόσου των Δυτών (η οποία μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στο θάνατο).
Επάνω στο σκάφος, το οποίο ονομαζόταν “Μπότης” (μεταξύ άλλων ονομασιών – συνήθως επρόκειτο για μικρό καΐκι με κουπιά αλλά και ιστίο), όσοι δεν έκαναν καταδύσεις, ασχολούνταν με τα σφουγγάρια που είχαν μαζευτεί. Αυτά έπρεπε να καθαριστούν από τις παραπανίσιες ύλες του βυθού, όπως άμμος, πέτρες ή μικροοργανισμοί και να απομακρυνθεί ο “χυμός” τους. Γι’ αυτό το λόγο, οι ναύτες τα ποδοπατούσαν στο κατάστρωμα, τα έριχναν σε θαλασσινό νερό και τα αποξήραναν στον ήλιο. Η διαδικασία θα έπρεπε να γίνει άμεσα μετά τη συλλογή του σφουγγαριού, προτού αυτό πεθάνει και σαπίσει. Συνήθως, τα σφουγγάρια δένονταν σε τσουβάλια ή μεμβράνες και ξαναρίχνονταν στο θαλασσινό νερό κατά το πρώτο βράδυ μετά τη συλλογή τους.
Όσα δε πωλούνταν απευθείας από τους σφουγγαράδες, περνούσαν από δεύτερη επεξεργασία στα χέρια των εμπόρων, που μπορούσαν να τα ψαλιδίσουν, να τα καθαρίσουν και να τα ασπρίσουν, πριν τα ταξινομήσουν ανάλογα με τη ποιότητα τους. Η τέχνη της συλλογής και της επεξεργασίας του σφουγγαριού απέφερε τέτοια αίγλη στο νησί της Λήμνου, που τα χρόνια 1963-1970 δραστηριοποιήθηκε εκεί, Κρατική Σχολή Δυτών.
Μαζί με τα πολύτιμα σφουγγάρια, όμως, οι καταδύτες ανέσυραν ανά τα έτη και εξαιρετικό αρχαιολογικό πλούτο, στη μορφή πλήθους αμφορέων, κεραμικής, εξαρτημάτων και πολλών άλλων αντικειμένων που ανήκουν σε ένα τεράστιο χρονικό εύρος από την Πρώιμη Αρχαϊκή έως την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Πολλά από αυτά τα ευρήματα εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Σφουγγαράδων Λήμνου στη Νέα Κούταλη.














